γυναικοκρατία — γυναικοκρατίᾱ , γυναικοκρατία fem nom/voc/acc dual γυναικοκρατίᾱ , γυναικοκρατία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικοκρατίᾳ — γυναικοκρατίαι , γυναικοκρατία fem nom/voc pl γυναικοκρατίᾱͅ , γυναικοκρατία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικοκρατία — η (Α γυναικοκρατία και γυναικοκράτεια) 1. επικράτηση τών γυναικών ή υποταγή τών ανδρών στις γυναίκες 2. η μητριαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. γυναικοκρατία < γυνή, γυναικός + κρατία < κρατής < κράτος γυναικοκράτεια < γυνή, γυναικός + κράτεια <… … Dictionary of Greek
γυναικοκρατίας — γυναικοκρατίᾱς , γυναικοκρατία fem acc pl γυναικοκρατίᾱς , γυναικοκρατία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικοκρατίαν — γυναικοκρατίᾱν , γυναικοκρατία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Гинекократия — (Γυναικοκρατία) женовластие в семье, при дворах и в государствах. Аристотель говорит, что Г. естественно возникает в государствах, где мужчины предаются исключительно военному делу и часто бывают в походах. Такая Г. была, напр., в Спарте, где… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Matriarchy — Gynecocracy redirects here. For the pornographic novel, see Gynecocracy (novel). Matriarch redirects here. For other uses, see Matriarch (disambiguation). Part of a series on … Wikipedia
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
μητριαρχία — Όρος που χαρακτηρίζει γενικά έναν τύπο κοινωνικής οργάνωσης στον οποίο η γυναίκα κατέχει σημαντικότερη θέση από τον άντρα. Ο πρώτος που διατύπωσε ειδική θεωρία της μ. ως πρώτης μορφής οικογενειακής και κοινωνικής οργάνωσης ήταν ο Ελβετός νομικός… … Dictionary of Greek
οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… … Dictionary of Greek